- μάχαιρον
- μάχαιρον και μάχερον, τὸ (Α)βλ.μαχαίρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek
σπαθομάχαιρον — τὸ, Μ μικρό δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + μάχαιρον] … Dictionary of Greek